κυλλόν

κυλλόν
κυλλός
club-footed and bandy-legged
masc acc sg
κυλλός
club-footed and bandy-legged
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • недоужьныи — (67) пр. 1.В знач. род. п. с. недѹгъ: аще не бѹдеть комѹ пакости недѹжьны˫а. или обычѧи огрѣбани˫а таковыхъ брашьнъ. приѥмлють же и по три чѧшѣ ѹрочьны˫а. УСт XII/XIII, 207 об.; и врачь... иже аще не съглѧдаѥ(т) вещии недужны(х)... ни настолникъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κυλλός — κυλλός, ή, όν (AM) αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι αρχ. 1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα 2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”